ένας φεύκει άλλος έρκεται […] ένας αδελφός της γιαγιάς μου ο Σπυρής, όταν πέθανε η γυναίκα του έμεινε μόνος και τα παιδιά του κανόνισαν να έρθει μια γυναίκα από την Θαϋλάνδη για να τον φροντίζει, φαίνεται πως τα πήγαιναν καλά οι δυο τους, όχι απλώς καλά αλλά πολύ καλά! ήταν ωραίος άντρας στα νιάτα του ο Σπυρής και ήταν ακόμα στεκάμενος και μια μέρα ανακοίνωσε ότι θα την παντρευτεί την κορούα, πέσανε τότε πάνω του όλοι, ειδικά η κόρη του η μικρή που τον υπεραγαπούσε και της είχε τόση αδυναμία, «τί εννά πει ο κόσμος» και «τούτη θέλει να σου φάει τα ριάλια»· ποια ριάλια; ποια περιουσία; κάτι λίγα που είχε τους τα είχε μοιράσει ήδη, με τη σύνταξη ζούσε, δεν άκουγε τίποτε και ετοιμαζόταν για το γάμο, όταν όμως μια μέρα η κόρη του ξέσπασε πάνω του, «επέλλανες τέλεια, έκαμες μας ρεζίλιν, ούτε τα αγγόνια σου έν σκέφτεσαι που αντρέπουνται να κυκλοφορούν μες στο χωρκόν», πήρε την απόφαση και έφυγε για Θαϋλάνδη, παντρεύτηκε και έζησε χρόνια πολλά χωρίς να γυρίσει ξανά πίσω, να μην ενοχλεί κανέναν, να μην ντρέπεται κανένας για λόου του· εκεί πέθανε· τηλεφώνησε τότε στα παιδιά του η γυναίκα του αν θέλανε να στείλει τη σορό στην Κύπρο, αλλιώς θα τον έκαιγε εκεί όπως ήταν οι συνήθειές τους, της είπαν να τον κάψει, δεν ξέρω αν ήταν από πείσμα, από πικρία ή ζήλια ή αν απλώς ένιωσαν πως ανήκε πλέον στην νέα του χώρα και στη γυναίκα εκείνη που του στάθηκε μέχρι τέλους και ήταν δίπλα του και του έκλεισε τα μάτια, κάηκε πάντως και η στάχτη του αιωρείται κάπου εκεί στη Θαϋλάνδη, μόνο η γιαγιά δεν το δέχτηκε ποτέ αυτό και θυμάται ακόμα κάθε τόσο τον αδελφό της
«μά να κάψουν τον αρφόν μου;»
«τούτα ούλλα, ταφές τζ ˇαί τέθκοια, έν’ κατασκευάσματα των παπάδων, είπεν το τζ ˇαί ο Μάρξ, ‘‘τό όπιον των λαών’’»
«Κωστάκη μου, μεν μιλάς έτσι, έπρεπεν να τον εφέρναμεν πίσω ή ας τον εθάφκασιν, όι να τον κάψουν, μάνα μου, τον αρφόν μου, μα να τον κάψουν; κάμνουν του κανέναν τρισάγιον, κανέναν μνημόσυνον τζ ˇεί κάτω που ένι;»
«κάμνεις του εσύ γιαγιά, αθθυμάσαι τον εσύ, το ίδιον ένι»
«νναί, αλλά τζ ˇεί κάτω που επέθανεν έν του κάμνει κανένας! εσείς, μωρά μου, εννά μου κάμνετε κανέναν μνημόσυνον άμαν πεθάνω; εννά με θθυμάστε καθόλου;»
«εννά με θυμάσαι άμαν πεθάνω;» θυμάμαι μια νύχτα τη δική μου γιαγιά τη Μαρουλλού να μου το λέει, εκείνη με ανάγιωσεν, μέχρι τα δέκα μου στο σπίτι της ζούσα, κάθε μέρα μετά το σχολείο στη γιαγιά πήγαινα, ο παπάς μου, η μάνα μου δούλευαν μέχρι αργά, έφτασα να έχω το δικό μου δωμάτιο στο σπίτι της γιαγιάς, κοιμόμουνα και εκεί κάποτε και μετά όταν πέθανε ο παππούς έμενα μαζί της σχεδόν όλα τα βράδια μέχρι που λίγα χρόνια μετά τον ακολούθησε και εκείνη· μια νύχτα γυρίζει και μου λέει «γιόκκα μου, εννά με θυμάσαι άμαν πεθάνω; εννά με θυμάσαι, Κωσταντίνο μου, καθόλου;» «γιαγιά, μεν λαλείς έτσι, μεν λαλείς, έν θα πεθάνεις», της έλεγα και άρχισα να κλαίω, «μέν κλαίεις, γιέ μου, έτσι το έδειξεν ο Πλάστης μου, ούλλοι μας εννά πεθάνουμεν κάποτε, να με θθυμάσαι όμως», εγώ όσο την άκουγα έκλαιγα πιο πολύ, γοερά μάλιστα, δεν μπορούσα να σταματήσω, με είχε πιάσει κρίση, τα έχασε μέχρι να με ηρεμήσει, «καλά, καλά, έν θα πεθάνω» μου είπε, «σιώπα, σιώπα, μεν κλαίεις, είπα σου, υπόσχουμαι σου, έν θα πεθάνω ποττέ!», ησύχασα με την υπόσχεσή της και κοιμήθηκα, «έν θα πεθάνω!», είπε μου, ήμουν μιτσˇής, επίστεψα την ένα αλπούμ ιστορίες ελογιάσασιν τον αδελφό του ένα χρόνο μετά που πέθανε η γιαγιά, αρχές του 2010, πήραν λουλούδια, γλυκά, ένα δαχτυλίδι και πήγαν στο σπίτι της νύφης, εκείνος, η μάνα του, η αδελφή του, ο ξάδελφος και ο γαμπρός φυσικά, ήταν κάπως αμήχανα στην αρχή αλλά οι συμπεθέροι τους καλοδέχτηκαν, φύγανε αργά τα μεσάνυχτα, όχι όλοι, ο αδελφός του έμεινε εκεί όπως είναι η συνήθεια, θα έμενε στο σπίτι των μελλοντικών πεθερικών του με τη γυναίκα του μέχρι να φτιάξουν το δικό τους σπίτι, παράξενη συνήθεια, ο ίδιος αν θα έπρεπε να το ακολουθήσει δε θα το έκανε, αν και ξέρει πως δε θα χρειαστεί ποτέ να αποφασίσει για κάτι τέτοιο· σε λίγους μήνες λογικά θα είχανε χαρτώματα, μετά γάμους, στη συνέχεια βαφτίσια, έτσι δεν είναι το «φυσικό του ανθρώπου» που έλεγε κάποτε η γιαγιά; χαρές αλλά και τρεχάματα πολλά και πολλές φωτογραφίες, πολλές καινούριες φωτογραφίες· αυτό μάλλον το σκέφτηκε και η μάνα του· τη βρήκε μια μέρα στο σαλόνι να περιεργάζεται μπερδεμένη ένα κουτί, «έλα να με βοηθήσεις», «μά είνταμπου τούτον;» τη ρώτησε, ήταν ένα digital photo frame DPF 7901, 7΄΄ και μάλιστα new design, του είπε ότι είχε πάει να αγοράσει άλμπουμ καινούρια να τακτοποιήσει τα παλιά, να φυλάξει και κάποιες σκόρπιες φωτογραφίες που είχε εδώ και εκεί αλλά περισσότερο για να «υπάρχουν» αν χρειαστούν, «ειδικά τώρα με τα χαρτώματα τζ ˇαί τον γάμον», η πωλήτρια, μια συμπαθητική μικρή, της είπε να «ξεχάσει» τα άλμπουμ, υπάρχουν τα κομπιούτερ, τα σιντί ή αν θέλει υπάρχουν αυτές οι φωτογραφοθήκες οι ηλεκτρονικές· «ξέρεις ότι μπορείς να βάλλεις ως τζ ˇαί εκατόν φωτογραφίες, όι μόνον εκατό, πολλά παραπάνω», προσπάθησε να του εξηγήσει πως οι φωτογραφίες «εννά αλλάσσουν μόνες τους, δηλαδή εννά φαίνεται η μιά, μετά εννά μπαίνει η άλλη», δεν έδειχνε να καταλαβαίνει τι ακριβώς έλεγε, αλλά φαίνεται την ενθουσίαζε η προοπτική αυτή της εναλλαγής των φωτογραφιών! θα χρειαζόταν πάντως το τάνυμαν του, «είπεν μου ακόμα ότι αν θέλω μπορώ να βάλω τζ ˇαί παλιές φωτογραφίες, αλλά κάτι πρέπει να μου τές κάμεις στο κκομππιούτερ σου πρώτα…», «πρέπει να περάσουν από το scanner», «νναί, έτσι μου το ‘πεν! τελικά ούλλα ξέρεις τα! εννά θέλω να μου τανύσεις τζ ˇαί να μου βάλεις μαζίν τζ ˇαί παλιές τζ ˇαί τζ ˇαινούρκες φωτογραφίες, θέλω τες έτσι ούλλες μαζίν ανακατωμένες όπως τές έχουμεν στα αλπούμ μας!»
μιά μέρα μάζεψα όλα τα άλμπουμ που είχε η μάνα μου φυλαγμένα στο αρμάρι, παλιά άλμπουμ, από εκείνα τα μεγάλα με τα σκληρά εξώφυλλα, κάποια πολύχρωμα και λουλουδάτα, άλλα με τοπία από την Κύπρο ή με ζευγάρια αγκαλιασμένα, πήρα και κάτι μικρότερα που μας δίνανε δωρεάν με κάθε «εμφάνιση φίλμ», τότε αυτά, τώρα ελάχιστοι τυπώνουν τις φωτογραφίες τους, απομένουν στα σιντί ή στα κομπιούτερ, τις ξεχνάμε εκεί, ενώ εκείνα τα άλμπουμ τα άνοιγες και πετάγονταν μπροστά σου οι εικόνες ανακατεμένες από αρραβώνες, γάμους, βαφτίσια, γενέθλια, γιορτές
κάποτε και οι χωρισμοί ήταν εκεί! όπως σε ένα άλμπουμ της μάνας μου, ήταν μια φωτογραφία ενός ζευγαριού που στην πορεία είχε χωρίσει και μια μέρα που ήρθε επίσκεψη η παρατημένη σύζυγος και την είδε πήρε ψαλίδι και έκοψε τον πρώην σύζυγο, μένοντας στη φωτογραφία μόνη να γέρνει τον ώμο προς το κενό που κάποτε βρισκόταν ο άντρας της
φωτογραφίες «ατομικές», από αυτές τις οχταήμερες, τις στημένες στο στούντιο, οι κοπέλες με το δάχτυλο στο μάγουλο ή με το χέρι στο πιγούνι, οι άντρες με τα στρατιωτικά ή κουστούμι και γραβάτα, αλλά και οικογενειακές με παππούδες, γιαγιάδες, γονείς, παιδιά, πολλά παιδιά και όπως τα άλμπουμ αφορούσαν μια ολόκληρη ζωή και κάποτε περισσότερο, αφού ήταν του καθενός μας εκεί και πρόγονοι και απόγονοι, έβλεπες τα παιδιά της μιας φωτογραφίας να είναι πιο κάτω ενήλικες με παιδιά πια οι ίδιοι, τους νέους που κοίταζαν με θαρραλέο βλέμμα το φακό και το μέλλον τους να είναι λίγο πιο πέρα, κουρασμένοι και στριμωγμένοι από το παρόν τους και, όπως η μάνα μου στρίμωχνε και αυτή καινούριες φωτογραφίες ανάμεσα στις πιο παλιές, έβλεπες κάποιους από σελίδα σε σελίδα, από φωτογραφία σε φωτογραφία να ψηλώνουν, να βάζουν κιλά, να χάνουν μαλλιά ή τη λάμψη στο πρόσωπο· είδες τις κοπέλες στην προηγούμενη σελίδα; στα δεξιά, με τα τακούνια, είναι η μάνα μου, ήταν μόλις έβγαλε τα μαύρα που φορούσε για τον παππού και πριν φορέσει τα μαύρα για τη γιαγιά που θα πέθαινε σε λίγο, εκείνη δεν το ήξερε τότε, κοίτα τες, είχανε βγεί βόλτα στο πανηγύρι του χωριού, είδαν το φωτογράφο και είπαν να απαθανατίσουν τα νιάτα τους και ό, τι αυτά πάντοτε σημαίνουν, τα όνειρα, τον ενθουσιασμό, το φόβο, τις προσδοκίες· η μάνα μου, οι κοπέλες αυτές αργότερα φορτώθηκαν χρόνια, ιστορίες, φορτώθηκαν ζωή και τα άλμπουμ τους γέμισαν τόσες άλλες φωτογραφίες, δικές τους και ανθρώπων που μπλέχτηκαν στα χρόνια τους, κάποιοι ήρθαν και μείνανε, άλλοι περαστικοί μείναν μόνο σκόρπιες φωτογραφίες εδώ και εκεί· έτσι παράξενα μπλέκονται σε αυτά τα παλιά λευκώματα, άνθρωποι, ηλικίες, εποχές και τόποι ένα κουβάρι
μά και η ζωή μας, τελικά, μήπως δεν είναι άλλο από ένα τέτοιο κουβάρι ιστορίες; που κάποτε τις θυμόμαστε, τις διηγούμαστε, τις γράφουμε, τους βάζουμε κι ένα τίτλο, Ένα αλπούμ ιστορίες, και γίνονται σαν μια ιστορία, ιστορία του καθενός μας ή ιστορία όλων μας· η ζωή μας όλη μήπως δεν είναι άλλο από ένα άλμπουμ με ιστορίες;