Takis-Kampylis
Winning Book Image
General-Symptoms-cover

Takis Kampylis est né à Nauplie. Il entame sa carrière journalistique à Ta Nea en 1986 en tant que reporter, avant d’assurer le rôle de rédacteur en chef. En 2006, il travaille en tant que chef d’édition à Eleftheros Typos, puis en tant que collaborateur et chroniqueur à Kathimerini de 2007 à 2010. De 2010 à 2014, il est responsable de la station radio municipale de la Municipalité d’Athènes, « Athena 98.4 ». Il a publié deux romans : Géants et pois, et dernièrement, Symptômes généraux. 

EUPL Year
EUPL Country
Symptômes généraux

Cinq personnages, une seule histoire : le Grec anonyme volontaire lors des expériences de vaccination, le fils en colère du commerçant en faillite, la mère alitée, le cafetier maladroit et le journaliste ambitieux au chômage. Leurs pas semblent ordinaires, quotidiens - comme les symptômes généraux d’un virus, avec lequel nous avons évolué en émergeant ensemble des grottes aux savanes, aux champs et aux villes. Les cinq héros, au milieu de la pandémie, sont pris dans une guerre civile des « bons gars » qui éclate dans un quartier d’Athènes, avec toutes ses conséquences : l’affaiblissement des personnes, des motivations et d’autres biens. Tous les cinq deviennent les protagonistes d’un même meurtre. Un roman de monologues, où tout - même le crime et l’abnégation - se fait de la manière la plus conventionnelle : sans la volonté de l’auteur ou avec la mauvaise victime... 

Agent / Rights Director

irislit@otenet.gr
Katerina Fragou (agent)

Publishing House

Excerpt

Excerpt

Η αλήθεια είναι ότι δεν έχω μελετήσει το σώμα μου όσο τη γερμανική οικονομία του Μεσοπολέμου. Ίσως γι’ αυτό όλα μού φαίνονται πιθανά και την ίδια στιγμή όλα ακυρώνονται από το φόβο μιας άγνωστης συνωμοσίας μέσα μου. Γιατί έβαλα αυτό το πράγμα στο σώμα μου; Όχι, δεν θέλω να με ξεγελάσω. Σκέφτομαι πάλι τον κυρ Σπύρο και τον καθηγητή Δημητρίου. Τους άφησα έξω από τη ζωή μου. Όμως, τους σκεπτόμουν συχνά – μην αυτομαστιγώνομαι. Ωστόσο, το τηλέφωνο δεν το σήκωσα παρά τα πρώτα δύο τρία χρόνια στις ονομαστικές τους εορτές.

Είχα χρόνο; Όχι βέβαια! Έφθανα στην Τράπεζα πρώτος κι έφευγα τελευταίος. Δεν άφηνα εκκρεμότητες – είχα κηρύξει πόλεμο στην ακινησία των εκατομμυρίων που περνούσαν από τα χέρια μου. Ούτε για λίγες στιγμές δεν θα επέτρεπα να μην απέδιδαν τα μέγιστα για την Τράπεζα.

Οι έπαινοι και στη συνέχεια τα μπόνους έδειχναν πως έκανα τη δουλειά μου καλά και υπεύθυνα. Και οι προαγωγές τι άλλο ήταν παρά ένα γενικότερο μήνυμα στους χιλιάδες συναδέλφους; Ήμουν –είμαι– το θετικό παράδειγμα, η πορεία μου μπορεί να κάνει καλό και σε άλλους, αν την ακολουθήσουν. Να, λοιπόν: Το καλό! Εντάξει, δεν είμαι κυρ Σπύρος, ούτε καθηγητής Δημητρίου, αλλά, παρ’ όλα αυτά, είμαι κάποιος που πρόσφερε ένα θετικό παράδειγμα. Αυτό δεν αποδεικνύει ότι έκανα κι εγώ κάποιο καλό στους γύρω μου, στους συναδέλφους μου; Και μάλιστα, ανυστερόβουλα; Διεκδικούσα το παραμικρό από ό,τι τούς προσέφερα; Όχι!

Πολλές φορές πάλι, σκέπτομαι αν το καλό που γίνεται κατά τύχη, χωρίς να το επιδιώξεις, αξίζει το ίδιο με το καλό που γίνεται στοχευμένα. Μου αρκεί ότι το κακό που γίνεται αθέλητα δεν βαραίνει το ίδιο με το κακό που γίνεται ηθελημένα. Ας ξεκινήσω από κει: από το κακό που έκανα κλείνοντας τη στρόφιγγα σε όσους είχαν ανάγκη. Τους γνώριζα; Επιδίωξα να τους βλάψω προσωπικά; Χάρηκα με τη χρεωκοπία τους; Φυσικά όχι! Δεν έβλαψα σκόπιμα, προσωπικά, επί τούτου, κανέναν!

Ανοίγω πάλι το φάκελο Νο. 3848: Τα νούμερα χιμάνε σαν όρνια που τρέφονται από το συκώτι μου. Συσχετίζω πάλι με την αιμορραγία – ήρθε λίγο μετά το «Απορρίπτεται»!

23:10. Βράδιασε για τα καλά. Ακόμα και οι Ερινύες θα κοιμηθούν σε λίγο – ή μήπως μένουν να κεφαλαιοποιήσουν ό,τι ανεξόφλητο κρύβει η ψυχή των θυμάτων τους;

Γιατί έβαλα αυτό το πράγμα μέσα μου;

«Θετικό παράδειγμα», «τεράστιο καλό στους συνανθρώπους σας», αυτά ήταν τα θερμά λόγια στο μέιλ της Εταιρείας. Μα και στη γερμανική πόλη οι άνθρωποι της Εταιρείας συμπεριφέρθηκαν σαν να ήμουν ξεχωριστός, ένας πιονέρος της δημόσιας υγείας. Μου άρεσε αυτό, από την πρώτη στιγμή η απόδοση σε εμένα υψηλών κινήτρων οπωσδήποτε με διευκόλυνε να προχωρήσω. Αλλά πώς ξεκίνησε; Αυτό ψάχνω, σπάω το κεφάλι μου. Η πρώτη στιγμή, η πρώτη σκέψη, η πρώτη αντίδραση πότε ήταν; Γιατί δεν θυμάμαι; Απωθούμε κι ευχάριστες στιγμές; Όχι, δεν ήταν ευχάριστη.

Πάντως, μου είναι σαφές ότι όλα ξεκίνησαν την περίοδο που στιγματίστηκε από ένα συγκεκριμένο φάκελο, τον Νο. 3250. Η «Καρυπίδης ΑΕ». Θυμάμαι ότι τότε ήταν που αναζήτησα την πιθανότητα να πάρω μέρος στις δοκιμές οποιουδήποτε νέου φαρμάκου για οποιαδήποτε ασθένεια – δεν ήταν ακόμα γνωστές οι δοκιμές για το Εμβόλιο: Όταν είχε φθάσει με την εσωτερική αλληλογραφία εκείνο το ιταμών χαρακτηρισμών υπηρεσιακό σημείωμα για μένα –κοινοποιήθηκε προς όλα τα ανώτερα στελέχη της Τράπεζας– από τη Διεύθυνση Δημοσίων Σχέσεων. Αιτία ήταν η προ ημερών απορριπτική γνωμοδότησή μου στον φάκελο Νο. 3250. Αναφερόταν σ’ ένα εμβληματικό ακίνητο στο κέντρο της Αθήνας, που υπολειτουργούσε για χρόνια ως επιχείρηση ένδυσης και υπόδησης. Το μειονέκτημά της ήταν ότι εμπορευόταν αποκλειστικά ρούχα και παπούτσια δικής της κατασκευής, τα οποία οι καταναλωτές ουδόλως εκτιμούσαν, όπως έδειχναν οι πωλήσεις. Το δάνειο που αδυνατούσε να εξοφλήσει η επιχείρηση προς την Τράπεζα τα τελευταία δέκα χρόνια ήταν ασήμαντο σε σχέση με την αυτοτελή αξία του ακινήτου. Απόδειξη ότι η Τράπεζα το πούλησε ταχύτατα, έναντι ποσού πολλαπλάσιου του δανείου. Όμως, μια τέτοια εξέλιξη στο κέντρο της πόλης προκάλεσε το ενδιαφέρον των εφημερίδων. Φρόντισαν από τις Δημόσιες Σχέσεις να παραθέσουν άφθονα δημοσιεύματα που μιλούσαν για «απαράδεκτη κερδοσκοπία από πλευράς της Τράπεζας» και για «κοινωνική αναλγησία», φιλοξενώντας φωτογραφίες και απόψεις μερικών εκ των περίπου πενήντα απολυμένων της επιχείρησης.

«Το προφίλ της Τράπεζας δέχθηκε μεγάλο πλήγμα» κατέληγαν οι Δημόσιες Σχέσεις και ζητούσαν «να συνυπολογίζονται όλες οι παράμετροι μιας αίτησης και δη οι κοινωνικές, ιδίως σε εποχές κρίσης και γενικευμένου φόβου των καταθετών».

Λίγες μέρες μετά, ο υπέργηρος ιδιοκτήτης της χρεωκοπημένης «Καρυπίδης ΑΕ» δολοφόνησε την κατάκοιτη γυναίκα του και αυτοκτόνησε.

Τι περίεργο! Το αίμα εμφανίστηκε πάλι τώρα που σκέφτομαι αυτά, τα παλιά, το νιώθω στα χείλη, να γλιστράει στο σαγόνι.

Τότε ήταν! Το απόγευμα εκείνης της μέρας, εδώ, σ’ αυτό το δωμάτιο, έκανα την πρώτη σκέψη να γίνω πειραματόζωο. Μ’ αυτή τη λέξη το σκέφτηκα: πειραματόζωο. Νωρίτερα εκείνη τη μέρα, ήδη από το πρωί, στην Τράπεζα είχα αγνοήσει τα κύματα αποδοκιμασίας, που μου έρχονταν. Το ίδιο και το μεσημέρι. Δεν είχα καταλάβει το λόγο – δεν διάβαζα παρά οικονομικά έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά. Μετά είδα την ανακοίνωση της Τράπεζας: «με λύπη της», μπλα, μπλα, μπλα, «περισσότερη ενσυναίσθηση», μπλα, μπλα, μπλα, «όλες τις προσπάθειες ώστε στο μέλλον», μπλα, μπλα, μπλα. Μόνο που δεν με έφτυσαν καταπρόσωπο!

Δεν εξοργίστηκα, δεν είχα χρόνο. Τις επόμενες μέρες ξετίναξα κάθε λεπτομέρεια από το φάκελο Νο. 3250. Αναλυτικά, μέχρι σεντ... Πέρασα τις εκτιμήσεις στον αλγόριθμο και προέκυψαν πάλι οι ίδιες επιλογές. Κοίταξα αν υπήρχαν παράμετροι που είχα αγνοήσει ή δεν είχα συμπληρώσει. Δεν υπήρχαν. Ούτε είχαν προστεθεί ούτε προστέθηκαν αργότερα. Επομένως, η Τράπεζα μου έκλεινε το μάτι: «Συνεχίζουμε, μεγάλε παίκτη!» Αυτή ήταν η αγαπημένη φράση του CEO. Αυτό σαν να μου επαναλάμβανε και τώρα, έστω στα κρυφά· διαφορετικά, θα είχαν τροποποιήσει τον αλγόριθμο. Ωστόσο, ένα απόγευμα αποχώρησα ηττημένος στα μάτια των συναδέλφων μου. Το έβλεπα όλες τις προηγούμενες μέρες. Δεν χρειαζόταν καν να το αναζητήσω, μου το φώναζαν χωρίς να μου μιλάνε, ούτε καν με κοιτούσαν. Σαν να ήμουν κάτι σαν το φωτοτυπικό στον προθάλαμο ή σαν τον αλγόριθμο. Σαν τόσα χρόνια απλώς να με υπέφεραν.

Δεν ενημέρωσα την Τράπεζα για τη συμμετοχή μου στο Εμβόλιο. Ζήτησα υπηρεσιακώς το υπόλοιπο αδείας, το υπέγραψα, μετά φρόντισα τις εκκρεμότητες, πλήρωσα το λογαριασμό στο κυλικείο κι έκλεισα την πόρτα του γραφείου μου.

Τις επόμενες βδομάδες η αλληλογραφία με την Εταιρεία και οι πρώτες εξετάσεις σε ιδιωτικό κέντρο επιλογής της με βοήθησαν να προχωρήσω, να παραμερίσω στη μνήμη μου τις κραυγές των τηλεοράσεων και τους ξύλινους τίτλους των εφημερίδων για την υπόθεση του φακέλου Νο. 3250.

Ίσως ένιωθα ότι με το Εμβόλιο έδινα απάντηση – χωρίς λόγια, ποτέ δεν ήμουν καλός στα προφορικά. Η επικείμενη δοκιμή με είχε συνεπάρει, ήταν σαν να έβγαινα από το χαράκωμά μου και να ορθωνόμουν απέναντι στο κίτρινο σύννεφο του «αέριου της μουστάρδας», που πλησίαζε από τα γερμανικά ορύγματα – δείχνοντας σε όλους πόσο λάθος είχαν για μένα. Ναι, εγώ αναλάμβανα ευθύνες· αυτό πράττω σ’ όλη μου τη ζωή. Αναλάμβανα ευθύνες που μου ανέθεταν. Ε, τώρα προχώρησα παραπέρα. Ακόμα και στην Εταιρεία το είπαν: «Αναλαμβάνετε μια ευθύνη χωρίς να σας ζητηθεί» – το έχω στα μέιλ μου.

00:05. Καλύτερα να ξαπλώσω, η αναδρομή δεν με βοηθάει, δεν αλλάζει το «τώρα» ούτε καν το εξηγεί. Εννοώ, ε, μιλάω σε εσένα μέσα μου, πώς να ήξερες ότι θα μ’ έφερνες σήμερα εδώ; Αν μη τι άλλο, οφείλω να σε συγχωρήσω. Πώς να γνώριζες;

Ναι! Ίσως αυτό να είναι το Εμβόλιο: μια πράξη συγγνώμης.

00:35. Δεν έχω κουράγιο να αλλάξω ρούχα, ο ιδρώτας παγώνει πάνω μου, καλό σημάδι, θα υποχωρεί ο πυρετός – ή όχι;

Σε λιγότερο από επτά ώρες θα μάθω, η Φωνή θα είναι συνεπής στο πρόγραμμά μας.

Ίσως πρόκειται για τυπική διαδικασία απόσβεσης παγίων του οργανισμού, εξυγίανσής μου...

Excerpt - Translation

Translated from Greek by Aude Fondard

Le sang s’est arrêté, peut-être que la toux a fait sauter un petit vaisseau sanguin. C’est probable, non ?

La vérité, c’est que j’ai mieux étudié l’économie allemande de l’entre-deux-guerres que mon propre corps. C’est sûrement la raison pour laquelle tout me semble probable alors qu’en même temps tout est aboli par la peur d’une conspiration inconnue s’ourdissant en moi. Pourquoi j’ai mis ce truc dans mon corps ? Non, je ne veux pas me ridiculiser. Je repense à m’sieur Spyros et au professeur que j’ai exclu de ma vie. Tout de même, j’ai souvent pensé à eux – pas d’autoflagellation. Enfin, après deux ou trois ans, j’ai cessé de décrocher le combiné pour leur souhaiter une bonne fête.

Avais-je le temps ? Bien sûr que non ! J’étais le premier arrivé à la Banque et j’en repartais le dernier. Je ne laissais rien en suspens. J’avais déclaré la guerre à l’inertie des millions qui passaient entre mes mains. Je ne pouvais pas permettre que les maxima ne rapportent rien à la Banque, même pour un bref moment.

Les éloges et les bonus obtenus en continu montraient que j’effectuais mon travail comme il se doit et de façon responsable. Et les promotions, qu’était-ce d’autre sinon un message général à ces milliers de collaborateurs ? J’étais – je suis – le bon exemple, ma trajectoire peut même être bénéfique aux autres, s’ils la suivent. Alors, tout va bien ! Certes, je ne suis pas monsieur Dimitris ou m’sieur Spyros, mais je suis malgré tout une personne qui a donné le bon exemple. N’est-ce pas la preuve que j’ai, moi aussi, semé le bien autour de moi et auprès de mes collègues ? En toute sincérité en plus ? Ai-je revendiqué quoi que ce soit de ce que je leur ai apporté ? Non !

Encore une question récurrente : est-ce que le bien arrivé par hasard, qui ne répond pas à un objectif, vaut autant que le bien qui se produit de façon ciblée ? Il me suffit de penser que le mal effectué involontairement ne pèse pas autant que le mal qui se produit de façon délibérée. Et si je commençais par là : par le mal que j’ai fait en coupant le robinet à tous ceux qui étaient dans le besoin. Est-ce que je les connaissais ? Avais-je pour objectif de les blesser personnellement ? Me suis-je réjoui de leur banqueroute ? Bien sûr que non ! Je n’ai nui à personne expressément par intérêt ou intention, personne.

J’ouvre de nouveau le dossier n° 3848. Les chiffres pullulent comme des vautours-griffons se régalant sur mon foie. Je fais de nouveau le lien avec mon hémorragie. Elle s’est produite peu après mon « refus ».

23 h 10. Heureusement qu’il fait nuit. Même les Érinyes s’assoupiront sous peu – à moins qu’elles ne restent éveillées pour capitaliser ce que cache l’âme créditrice de leurs victimes.

Mais pourquoi j’ai mis ce truc dans mon corps ?

« Donner le bon exemple », « contribuer considérablement au bien-être de vos compatriotes », ah les belles paroles de la Firme, par courriel. Dans la ville allemande, les employés se sont comportés comme si j’étais un être exceptionnel, un pionnier de la santé publique. Ça me plaisait bien. L’attribution directe de grands desseins à ma personne m’a définitivement permis de progresser. Mais comment cela a-t-il commencé ? Telle est la question qui me taraude. Quand donc a eu lieu le premier instant, la première pensée, la première réaction ? Pourquoi je ne me souviens pas ? Est-ce que je refoule des moments heureux ? Non il n’y en a pas eu.

Quoi qu’il en soit, il me semble évident que tout a commencé à une période marquée par un dossier en particulier, le n° 3250 sur la SA Karypidis. Je me souviens que c’est à ce moment-là que j’ai envisagé la possibilité de participer à des essais pharmaceutiques pour un médicament quelconque sur une maladie quelconque (les essais sur le Vaccin n’étaient alors pas connus), au moment où la Direction des Ressources humaines nous a adressé à tous les cadres supérieurs de la Banque un courrier interne portant ce vil qualificatif de mémorandum. Son motif concernait mon opinion défavorable sur le dossier n° 3250 donnée quelques jours plus tôt. Il faisait référence à un bien emblématique au cœur d’Athènes qui tournait au ralenti depuis des années comme entreprise de prêt-à-porter. Son seul inconvénient, c’est qu’elle vendait uniquement des vêtements et chaussures de sa propre fabrication, que les consommateurs n’appréciaient pas vraiment, le chiffre d’affaires l’attestait. Le prêt que l’entreprise n’avait pas pu rembourser auprès de la Banque sur les dix dernières années était insignifiant par rapport à la valeur du bien. Gage que la Banque le vendrait en moins de deux, contre plusieurs fois le montant du prêt. Un tel événement en lien avec le centre-ville attira toutefois l’attention des journaux. Les Relations Publiques prirent soin de mentionner un tas d’articles qui parlaient de « spéculation inacceptable de la part de la Banque » et « d’indifférence à l’égard du social ». L’ensemble était étayé de photographies et témoignages de la cinquantaine de personnes environ licenciées par l’entreprise.

Les Relations Publiques en ont conclu que « l’image de la Banque s’était fortement ternie » et exigeaient dorénavant « de prendre en compte, dans le cadre d’une demande, tous les paramètres, et notamment les facteurs sociaux, plus particulièrement en période de crise et de peur généralisée des déposants ».

Quelques jours plus tard, le propriétaire très âgé de la Société Anonyme en faillite a tué sa femme grabataire avant de se suicider.

Comme c’est étrange ! Le sang se manifeste de nouveau tandis que je repense à tout ça, au passé. Je le sens sur mes lèvres, il coule sur mon menton.

C’était donc à ce moment-là ! Précisément cet après-midi, dans cette chambre même que j’ai songé pour la première fois à devenir rat de laboratoire. Je l’ai pensé en ces termes : rat de laboratoire. Plus tôt ce jour-là, dès le matin, à la Banque, j’avais ignoré une salve de reproches. Le midi, rebelote. Je n’en avais pas compris la cause – je ne lisais rien d’autre que les revues économiques et les journaux électroniques. Ensuite j’ai lu le communiqué de la Banque : « exprime son grand regret », blablabla, « plus d’empathie », blablabla, « plus d’efforts à l’avenir », blablabla. Sauf qu’ils ne me l’ont pas craché au visage.

Je ne suis pas sorti de mes gonds, je n’en avais pas le temps. Les jours suivants j’ai passé au crible tous les détails du dossier n° 3250. De façon systématique et exhaustive… J’ai transmis les évaluations à l’algorithme et les mêmes options sont ressorties. J’ai regardé si j’avais ignoré des paramètres ou des éléments que je n’avais pas remplis. Il n’y en avait pas. Il n’y avait rien de plus et rien ne serait ajouté par la suite. Après coup, la Banque a passé l’éponge : « On continue, grand joueur ! » C’était l’expression préférée du PDG. Comme pour me le rappeler encore et toujours, même en secret, sinon ils auraient modifié l’algorithme. Un après-midi cependant, je me suis éloigné aux yeux de mes collègues, vaincu. Je l’ai senti venir les jours qui ont précédé. Ils n’ont pas eu besoin que je cherche quoi que ce soit, ils me l’ont hurlé sans me le dire, sans même me regarder. Je me suis senti pareil au photocopieur dans l’entrée ou à l’algorithme. Comme s’ils n’avaient fait que me supporter durant toutes ces années. 

Je n’ai pas informé la Banque de ma participation aux tests vaccinaux. J’ai demandé le solde de mes congés au service du personnel, j’ai signé les documents et me suis chargé des dossiers en cours. J’ai réglé la note à la cafétéria et fermé la porte de mon bureau.

Les semaines suivantes, la correspondance avec la Firme et les premiers examens dans la clinique privée choisie par ses soins m’ont aidé à bien avancer, à écarter de ma mémoire les cris d’orfraie à la télévision et les titres mensongers des journaux sur l’affaire concernant le dossier n° 3250.

Peut-être ai-je pensé donner le change avec le Vaccin – sans verbaliser, je n’ai jamais été bon à l’oral. J’étais passionné par les essais en cours, je croyais être sorti de mon trou et me dresser devant le nuage jaune de « gaz moutarde » en provenance des tranchées allemandes. J’allais prouver combien tout le monde se trompait à mon sujet. Oui, j’ai assumé des responsabilités – toute ma vie durant. J’ai assumé les responsabilités qui m’incombaient.

Alors là, je progresse à grandes enjambées. C’est justement ce qui circulait au sein de la Firme : « Assumez vos responsabilités sans vous poser de question », je l’ai dans ma boîte mail.

00 h 05. Je ferais mieux de m’allonger, passer en revue tous ces faits ne m’aidera pas, cela ne changera rien au maintenant et ne l’expliquera pas non plus. Je pense, euh, je te parle à toi qui es en moi, comment savais-tu que tu me conduirais ici aujourd’hui ? Je n’ai pas d’autre choix que de te pardonner. Mais comment savais-tu ?

Oui ! C’est peut-être ça le Vaccin : une pratique du pardon.

00 h 35. Je n’ai pas le courage de changer mes vêtements, la transpiration colle à ma peau, c’est bon signe, non, ça va faire chuter la fièvre ?

Dans moins de sept heures, je saurai, la Voix sera fidèle à notre rendez-vous.

Peut-être s’agit-il d’une procédure normale d’amortissement des immobilisations de mon organisme, une sorte de purge.