Hari Spanou
Winning Book Image
Photo of the cover of the book "Φυλάκιο"

Née à Chypre en 1964, Hari N. Spanou est diplômée du Gymnase Panchypriote et a fait des études de médecine à Salonique. Elle travaille comme médecin à Nicosie. Son imagination débordante a très vite rejoint l’écriture – elle habite aussi bien son esprit que la réalité qui nous entoure. Elle constate que l’observation laborieuse, la découverte et même l’imagination se retrouvent tant dans la médecine que dans la littérature ; autrement dit, un effort de comprendre la condition humaine. Elle publie son premier ouvrage de fiction en 2015 (retenu pour le prix de la nouvelle et du roman court), suivi d’un court roman en 2018 et d’un roman en 2022. Divorcée à deux reprises, elle a trois grands enfants. Elle vit aujourd’hui avec ses deux chats, Rho et Hermès, s’occupe de ses herbes et fleurs et habite un appartement plein de livres. Elle lit bien plus que ce qu’elle n’écrit. Jusqu’en 1974, férue de danse et de ballet, elle est convaincue qu’elle deviendra ballerine. La même année, l’invasion turque arrive alors qu’elle passe ses vacances d’été à Kyrenia, la ville natale de sa grand-mère. Les premières troupes ont débarqué à 500 mètres. Si Spanou et sa famille ont survécu, d’autres n’ont pas eu cette chance. Sa grand-mère a continué à lui insuffler les histoires de leurs ancêtres marins.

EUPL Year
EUPL Country
Φυλάκιο (La Guérite)

Le récit se déroule autour d’une personne portée disparue depuis l’invasion turque de la Chypre en 1974. Nikiforos, âgé de 19 ans, est un soldat de la garde nationale. Alors qu’il fait son service militaire au sein du 361e bataillon d’infanterie sur le massif du Pentadactylos, il est déclaré disparu au combat. Nikiforos lui-même, comme tout individu porté disparu, sait exactement ce qui lui est arrivé et ce qui a mené à sa « disparition » et mort. Ses proches sont ceux qui l’ignorent et parcourent les émotions de la situation d’un « disparu » ; des survivants tels que son frère Hermès et sa sœur Julia, sa tante Fani, son ami Savvas. Même Michael, le fils de Julia, né 28 ans après la disparition de Nikiforos, pense à lui, émet des hypothèses, ressent des émotions et peurs en lien avec le destin (la détresse, à vrai dire) de son oncle. Sur fond du temps présent que les personnages observent, considèrent et commentent tout en vivant leurs quotidiens, nous suivons Hermès, Julia, Savvas et Michael. Par l’examen de leurs pensées et émotions, les liens cachés qui les relient à Nikiforos se démêlent. Alors que des fragments d’os lui appartenant sont identifiés et lui sont associés, la situation prend un tournant sombre et culminant. Le récit prend fin sur une scène à l’ambiance opposée de celle qu’on a pu vivre dans la majeure partie du livre – une catharsis magique.     

Agent / Rights Director

ellimonti13@gmail.com
0035799871098

Publishing House

00357 22346770 (landline) , 00357 9990874 (mobile), https://toerma.com/product-category/ekdosis-egeon/?fbclid=IwAR2UAQLfmWiRh2etxqXS3eqseQe-rhnREQbObr4WvSWORDoP65ApXRJ5V-8

Excerpt

Excerpt

Φυλάκιο

Χάρη Ν. Σπανού

Εκδόσεις Αιγαίον, 2021

ΙΟΥΛΙΑ

Δασύτονο άγος

Θυμός ένας αρχέγονος τρόπος να ενδύει κανείς τη Θλίψη του.

Θλίψη, Απώλεια, Θυμός. Ζωή, Φθορά, Αγωνία.

Θεμελιώδεις τριάδες.

Το μεσημέρι λοξοδρομώ από τον αυτοκινητόδρομο προς τα ημιορεινά. Σταθμεύω και βγαίνω από το αυτοκίνητο. Βα δίζω για καμιά ώρα με ταχύ βήμα, θαρρείς θέλω να τρυπή σω τη Γη με τις πατούσες μου. Ύστερα πάλι οδηγώ. Ο νους μου τρέχει. Η θάλασσα ίσως να μπορεί να ξεπλύνει για λίγο την Αγωνία. Ιστορίες για αγρίους.

Δυαδικός βηματισμός. Με τον άντρα μου περπατούσαμε τέσσερις πέντε φορές την εβδομάδα. Ο διασκελισμός μας ταίριαζε, ήταν συγχρονισμένος. Κουβεντιάζαμε πολύ∙ πολλές φορές συμπλήρωνε ο ένας την πρόταση του άλλου – όχι οποιαδήποτε πρόταση για τα καθημερινά, άλλωστε δεν πολυμιλούσαμε για τα καθημερινά. Ξέρω πως δεν είναι συχνό το φαινόμενο στα ζευγάρια∙ αυτό δεν σημαίνει ότι δεν διαφωνούσαμε, αλλά ότι βρισκόμασταν «on the same page». Σπάνιο κι αυτό. Το μάτι του Ερμή τα πιάνει αυτά, μας πείραζε όταν μας έβλεπε να χορεύουμε – ε ναι, χορεύαμε, χαιρόμα σταν. Η νιότη μας συνέπεσε με χρόνια δύσκολα∙ όταν περνά δύσκολα ο άνθρωπος, τότε μαθαίνει να γιορτάζει τη ζωή. Υπονοώ πως τώρα, που όλα μοιάζουν κανονικά, δυσκολεύ εται ο κόσμος να γιορτάσει με την ψυχή του∙ θέλει βοηθήματα: χαπάκια, σφηνάκια, ποτάκια. Όλα υποκοριστικά, όπως έγραψε ο Σάββας Παύλου.[1] Εξωφρενικά δυνατή μουσική, σαν να εμποδίζει το είναι σου να ψιθυρίσει. Δεν είναι ρετρό τα γούστα μου, αλλά η τωρινή διασκέδαση θυμίζει γήπεδο: φώτα, φωνές, χοροπηδητά, χειρονομίες, συνθήματα. Μια αγωνία ατέρμονη.

Δύσκολα χρόνια σημαίνει σκιά θανάτου να παραμονεύει

η αντίθεση με τη νιότη, τη χαρά, τον έρωτα, τη φιληδονία ήταν χτυπητή. Δεν ήταν ασυνήθιστο να καταλήγουν τα γλέντια μας με σβησμένα μικρόφωνα, χαμηλόφωνη ψαλμωδία, δάκρυα και σούπα στα ξενυχτάδικα της πόλης. Λες και η σούπα παρέα με τους επαγγελματίες ξενύχτηδες ταξιτζήδες, πόρνες, χαρτοπαίκτες μας επανέφερε στην πραγματικότητα. Τώρα όλοι παριστάνουν ότι παίζουν σε αμερικάνικη σειρά – πέφτουν ξεροί / σηκώνονται / μπαίνουν κάτω από το δυνατό ντους / φορούν κολλαριστά πουκάμισα από ντουλάπες με δεκάδες άλλα και κινούν να κατακτήσουν τη ζωή της νέας μέρας.

Η ζωή είναι προς κατάκτησιν;

Κι εγώ που νόμιζα πως είναι για να τη ζεις.

Θυμούμαι τι έκανα όταν μπήκαν οι Αμερικανοί στο Κουβέ ιτ (ήταν η πρώτη φορά που τα βλέπαμε ζωντανά στην τηλεόραση), όταν τους χτύπησαν τους δίδυμους πύργους στη Νέα Υόρκη και όταν οι Αμερικανοί εισέβαλαν στο Ιράκ. Το ίδιο θα θυμούμαι, όσο ζω, πως σήμερα με ειδοποίησε η Διερευνητική Επιτροπή Αγνοουμένων για τον αδερφό μου τον Νικηφόρο∙ προέκυψαν κάποια «δεδομένα» και καλούν εμένα και τον Ερμή να πάμε στα γραφεία τους και μετά στο εργαστήριο. Το εργαστήριο ζωντανού θανάτου 1974 – έτσι έπρεπε να το λεν. Αφού αυτό είναι.

Και σαν τι «δεδομένα», άραγε, να βρήκαν για τον Νικηφό ρο; Τι να φανερώθηκε; Σαράντα εφτά χρόνια στη φαντασία μου ο τρόμος, το κακό, τα τέρατα όλου του κόσμου θαρρώ πως τρύπωσαν στο μυαλό μου και δεν άφησαν περιθώρια για τίποτε. Σαν τι «δεδομένα» θέλουν να μας μεταφέρουν; Βρήκαν τον αδερφό μου ολόκληρο, θαμμένο; Έναν φαντάρο που ατύχησε, σκοτώθηκε στον πόλεμο; Ή θα αρχίσουν τα ίδια με τόσων άλλων; Κομμάτια κοκκαλάκια σκορπισμένα σε ομαδικούς τάφους, σε πηγάδια, σε χωράφια χέρσα, πεταμένα σε λάκκους κρανία με τρύπες από χαριστικές βολές. Πόσα κακά, τι βάσανα κάναν στο αδερφάκι μου; Καταφτάνει η επιστήμη, καθαρή, φρεσκοπλυμένη από χώμα και αίμα, σε εργαστήρια με λευκά φώτα και μεταλλικούς πάγκους με φωτογραφίες, τοπογραφικά, σχεδιαγράμματα, DNA και ταυτοποιήσεις για να ταξινομήσει το κακό. Να κλείσει έναν φάκελο ακόμα. Να δώσει μια κούτα με «ευρήματα». Να τη θάψουμε με τιμές και σημαίες, να γραφτεί –πώς το λένε οι εφημερίδες;– «ο επίλογος της τραγωδίας». Εδώ σε θέλω κάβουρα.

Να αντέξεις τον επίλογο.

Όταν έφτασε στο σπίτι, είχε ξεθυμάνει. Μπήκε στο λουτρό. Έλεγξε τη θερμοκρασία του νερού και στάθηκε κάτω από το ντους. Άφησε το νερό να τρέξει πάνω της μέχρι που θάμπωσε για τα καλά ο καθρέφτης και το τζάμι. Δεν ήλπιζε πως θα ξεθώριαζαν οι εικόνες που πλημμύριζαν το μυαλό της, αλλά δεν μπορούσε να αντισταθεί στη ζεστή αγκαλιά του νερού. Η λευκή σαπουνάδα σχημάτιζε φυσαλίδες που ιρίδιζαν στο φως. Ή ήταν δάκρυα που τη θάμπωναν;

Ποιος ξέρει;

Φρεσκολουσμένη με τις πιτζάμες, έχωσε το κεφάλι της από τη μισάνοιχτη πόρτα του υπνοδωματίου. Ο Μιχαήλ καθόταν στο πάτωμα και τακτοποιούσε τα ηλεκτρονικά παιχνίδια στο χαμηλό ράφι της βιβλιοθήκης.

«Καλησπέρα, δεν θα βγεις απόψε;»

«Μπα, μπορεί να φάω σπίτι. Τι θα παραγγείλουμε;» Η Ιουλία δοκίμασε να τον δελεάσει.

«Έστειλε η νονά σου φρέσκο κοτόπουλο – έφτιαξα σούπα αυγολέμονη. Να τηγανίσω τα συκωτάκια, τα θέλεις; Έφερα φρέσκο ψωμί».

Την κοίταξε κοροϊδευτικά.

«Νέο κόλπο; Από πότε τηγανίζεις; Ίσα ίσα επιμένεις, σχάρα-ατμός-κατσαρόλα».

Η Ιουλία γέλασε.

«Λυπήθηκα να τα πετάξω. Η όρνιθα είναι από την αυλή της, άρα τα συκωτάκια νόστιμα. Ή εσύ θα τα φας ή ο Μαξ θα απολαύσει αυτοκρατορικό φαΐ».

Ο Μιχαήλ σηκώθηκε.

«Αν πεις όρνιθα ξανά, δεν θα φάω! Κοτόπουλο, μάνα. Ο Μαξ θα φάει στήθος».

Το κόκερ μπήκε τρέχοντας στο δωμάτιο –άκουσε το όνομά του δυο φορές– και πήδηξε χαρούμενο στα πόδια του Μιχαήλ. Εκείνος πέρασε την παλάμη του από το κανελί του κεφάλι και χάιδεψε τα αυτιά του.

«Άντε, Μαξ, θα φάμε αμαρτωλά απόψε!»

Τα μάτια του Μαξ σπινθήρισαν ενώ τραβούσε τον Μιχαήλ από το μανίκι.

«Θα πάμε για μια γρήγορη βόλτα εμείς και σε μισή ώρα θα είμαστε στο τραπέζι. Μαξ, θα φάμε “όρνιθα”, ακούς κι εσύ». Το κόκερ ήδη βρισκόταν στην εξώπορτα με το λουρί στα δόντια και χοροπηδούσε επί τόπου χωρίς να μπορεί να κρύψει τον ενθουσιασμό του.

Η υπόθεση κεραμική γεννήθηκε τα τελευταία είκοσι χρόνια της ζωής μου. Ωσάν να γέννησε ο γάμος μας τρία παιδιά και τον πηλό. Χρειάστηκαν χρόνια για να ωριμάσει.

Θυμούμαι γύρω στο 2000 όταν περιδιαβαίναμε με τον Σάββα τα ορεινά χωριά της Πιτσιλιάς που ξαφνικά θύμωσε, έγινε φονιάς μπροστά σε μια εκκλησία με κάμποσα πιθάρια στημένα στη σειρά σαν σε εκτελεστικό απόσπασμα. Όταν ξεθύμανε κάπως, μου εξήγησε ότι θεωρούσε ασυγχώρητη ανοησία το γεγονός ότι γόνοι χωρικών, των οποίων όλο το βιος και η ζήση βασίζονταν στα κρασοπίθαρα, τα κουμνιά, τα πιθάρια του λαδιού, τα κόσκινα, τα εργαλεία κάθε λογής, τους αργαλειούς, είχαν την αναίδεια να τα μετατρέπουν σε φολκλόρ, παριστάνοντας τους αρτιστίκ. Άρχισα τότε να παρατηρώ συστηματικά αυτή τη συνήθεια της εποχής. Οι περισσότεροι γεμίζουν τα πιθάρια με λουλούδια ή φοίνικες

τα στήνουν σε κήπους, στα σπίτια, στα ξενοδοχεία. Αυτό συνέβη εδώ και πενήντα χρόνια τώρα πια είναι λες και εθίστηκαν όλοι να μετατρέπουν στοιχειώδη χρηστικά αντικείμενα σε ντεκόρ. Βοήθησε και ο τουρισμός. Τα πράγματα γρήγορα χειροτέρεψαν. Δεν έμεινε τίποτε∙ σαν οδοστρωτήρας η νέα εποχή εξολόθρευσε έναν κόσμο αιώνων. Κι ύστερα, σαν σε χοντρό αστείο, εμφανίστηκε η απάτη των περιβαλλοντιστών. Παγιδευμένοι κι αυτοί στην ίδια τρέλα της ανάπτυξης. Τη βάφτισαν, μάλιστα, πράσινη και αειφόρο. Τι βαριά λέξη∙

«αειφόρος», όπως το «αθάνατος». Τι ξέρουν οι άνθρωποι για αειφορία; Εφόσον κατεξοχήν ασχολούνται με τη θνητότητα. Όταν πέθανε ο Σάββας, κοιμόμουν πλάι του. Με ξύπνησε ένας ήχος, δεν ήταν βρόγχος ή κραυγή∙ ήταν ένας ήχος βαθύς σαν να έβγαινε από τα έγκατα της γης. Πρόλαβα να δω τα μάτια του πριν δραπετεύσει η ζωή. Δεν είχαν ούτε φόβο ούτε απελπισία ή γαλήνη ούτε κάτι που μπορώ να το πω με λόγια. Αδυνάτισαν οι λέξεις ή εγώ αδυνατούσα να βρω λέξη να αντιστοιχεί με την τελευταία του ανάσα ή το βλέμμα του. Πήρα έναν μήνα άδεια μετά τον θάνατό του. Ήταν μια περίοδος σαν λαβύρινθος∙ δεν έβρισκα άκρη, δεν μπορούσα να βάλω τίποτε σε τάξη. Η απώλεια δεν έμπαινε σε τάξη. Έπρεπε να βρω έναν άλλον τρόπο για να ζω. Με τον Σάββα ήμασταν μαζί από τα νιάτα μας∙ από φοιτητές. Διέφερε από τα αδέρφια μου – ήταν φίλοι αχώριστοι με τον Ερμή και τον Νικηφόρο, αλλά ήταν αλλιώτικος. Ζούσε και σκεφτόταν με τρόπο θαρρείς… ζωικό. Τα θεωρητικά σχήματα τον άφηναν αδιάφορο. Δεν ήταν διανοούμενος, πώς να το εξηγήσω; Ήταν άνθρωπος της ζωής∙ έμοιαζε περισσότερο με μέλισσα. Θυμούμαι κάποτε μια συνέλευση που τράβηξε ώρες ατελείωτες στο πανεπιστήμιο. Έντονη συζήτηση, κόντρες, απόψεις, τι να κάνουμε, πώς να το κάνουμε, έτσι, αλλιώς και αν και μήπως. Φεύγοντας τα χαράματα, ο Σάββας άφησε ένα τετράδιο ιχνογραφίας στο προεδρείο. Είχε καμιά δεκαριά σκίτσα για αφίσες διαμαρτυρίας – ήταν το 1983 όταν ανακηρύχθηκε στα κατεχόμενα το ψευδοκράτος. Ήταν περίεργο το κλίμα τότε∙ δεν είχαν περάσει ούτε δέκα χρόνια από την εισβολή. Δεν ξέραμε, θα χτυπήσουν; Θα αντιδράσουν οι δικοί μας; Ο Σάββας άφησε το τετράδιο στο τραπέζι και μου είπε: «Αυτά είναι προτάσεις για αφίσες. Οτιδήποτε άλλο, θα φανεί∙ αν χρειαστεί, θα κατέβουμε κάτω να αμυνθούμε. Ό,τι περνά από το χέρι μας. Τα άλλα είναι κουβέντες δίχως νόημα».

Του πήγαινε που ήταν μηχανικός. Έκανε διδακτορικό στην αντοχή υλικών, ενώ ταυτοχρόνως δούλευε στη βιομηχανία. Όταν γεννήθηκαν τα παιδιά, συνεχώς κατασκεύαζε διάφορα, απλά και σύνθετα ξύλινη κρεμάστρα για τα μόμπιλε να παίζει το βρέφος ενώ ξαπλώνει στο κρεβάτι ή το κάθισμά του, ένα σκηνικό κουκλοθεάτρου με στηρίγματα ώστε να είναι στη σκηνή πολλές κούκλες, όχι μόνο δύο, όσα και τα χέρια του παιδιού. Παθιάστηκε να φτιάξει ένα δεντρόσπιτο στη βαλανιδιά της αυλής χωρίς να το πάρουν είδηση τα μικρά. Τους είπε ότι το δέντρο ήταν άρρωστο και το σκέπασε με κάτι πράσινους μουσαμάδες ώστε να μην πλησιάζουν και μέσα σε δέκα μέρες το έφτιαξε. Είχε σκάλες μπροστά και πίσω, βεραντούλα, παραθυράκια, πέρασε και καλώδια και τους έβαλε ρεύμα. Έμεναν ώρες και έπαιζαν. Να φανταστείς πήραν και μικρή σκούπα και φτυαράκι και καθάριζαν. Δεν καθόταν ήσυχος. Αν δεν σκάλιζε ή έχτιζε κάτι, σχεδίαζε κάτι άλλο: βιβλιοθήκες, τραπεζάκια, πάγκους. Όταν τον βαρι όμουν με την ανακατωσούρα που προκαλούσε, πήγαινε στο χωριό, στο σπίτι της πεθεράς μου που είχε μπόλικο χώρο και έβρισκε απασχόληση.

Στη γειτονιά μας ζούσε ο Σταμάτης που είχε κεραμείο. Όταν πέθανε ο Σάββας, πήγαινα στον Σταμάτη και καθόμουν. Ήταν λιγομίλητος άνθρωπος, γι’ αυτό και δεν περίμενε να μιλήσω. Σιγά σιγά μαγεύτηκα από τον πηλό. Το ζύμωμα, το πλάσιμο, τα καλούπια. Αυτό ήταν. Δεν έχανα ευκαιρία, πεταγόμουν στο κεραμείο. Έκανα μαθήματα, μετά έψαξα να βρω τα ντόπια χώματα, γιατί, ενώ είναι πανάρχαια η τέχνη του πηλού στα μέρη μας, οι περισσότεροι δουλεύουν εισαγόμενο πηλό. Μου πήρε τρία χρόνια να αποφασίσω να φύγω από τη δουλειά. Ήταν καλή απόφαση. Τώρα πλέον, εκτός από τέχνη, είναι και βιοπορισμός. Είναι η ζήση μου.

Και η ζωή μου που σημαδεύτηκε από τον θάνατο. Όπως όλων των θνητών.

Μέχρι να στρώσει τραπέζι άκουσε το γάβγισμα του Μαξ στην εξώπορτα. Ο Μιχαήλ μπήκε στην κουζίνα.

«Ωραία μυρίζει. Είναι έτοιμο, να κάτσω;» Η Ιουλία έγνεψε:

«Κοπιάστε!»

Κάθισαν αντικρυστά στο στρογγυλό τραπέζι. Ο Μιχαήλ εφόρμησε με όρεξη στο φαγητό. Η Ιουλία γέμισε το ποτηράκι της ζιβανία.

«Θα πιεις;»

Ο Μιχαήλ, σκυμμένος πάνω από το πιάτο, ύψωσε τα φρύδια του.

«Το ρίξαμε στα σκληρά, μάνα; Βάλε μου λίγη».

Για λίγη ώρα ακουγόταν μόνο η κλαγγή των μαχαιροπίρουνων. Ο Μαξ μπήκε στην κουζίνα και έτριψε τη μουσούδα του στα πόδια της Ιουλίας. Εκείνη ξεσκέπασε την κούπα και την έβαλε στη γωνιά, δίπλα στο νερό του. Το σκυλί, κουνώντας την ουρά του, άρχισε να τρώει.

Η Ιουλία επέστρεψε στο τραπέζι.

«Μου τηλεφώνησαν από τη ΔΕA[2] σήμερα», είπε ουδέτερα. Ο Μιχαήλ ανακάθισε και, ακουμπώντας το πιρούνι στο πιάτο, έβγαλε από την τσέπη τον καπνό, τα χαρτάκια και τα

φίλτρα του.

«Τι σημαίνει αυτό;»

«Σημαίνει ότι προέκυψαν στοιχεία για τον Νικηφόρο. Θα πάμε με τον Ερμή την Πέμπτη. Θα φανεί, δεν λένε τίποτε από το τηλέφωνο. Είναι ανάγκη να καπνίσεις;» διαμαρτυρήθηκε ξέπνοα.

«Θα βγω έξω. Άμα θες, έρχομαι μαζί σου», είπε χαμηλόφωνα. «Η σούπα είναι επί τη ευκαιρία; Για παρηγοριά;» Πέρασε το χέρι από τα μαλλιά του. «Τώρα βλακείες λέω. Είσαι καλά;»

Η Ιουλία χαμογέλασε.

«Καλά είμαι». Δίστασε και πρόσθεσε: «Καλά θα είμαι. Μου ήρθε σαν αστροπελέκι∙ έτσι θα ερχόταν, αλλά… προετοιμασμένη δεν ήμουν. Μετά την τελευταία φορά που ξέρεις, είχαμε νομίσει όλοι πως θα τον έβρισκαν και δεν…»

Έκανε μια παύση και σιώπησε. Ο Μιχαήλ πήγε προς τη βεράντα, η Ιουλία τον ακολούθησε. Όρθιος, ακουμπώντας στον τοίχο, άναψε τσιγάρο ο Μιχαήλ, φύσηξε τον καπνό που έπνι ξε έναν βρυχηθμό κι έβηξε. Η Ιουλία έσκυψε στα φυτά και μάζεψε μερικά ξερά φύλλα από τις γλάστρες.

«Να χαρείς, μάνα, μην τρελαθείς όπως την άλλη φορά. Κάτσε να δούμε τι θα πουν».

Η Ιουλία πέταξε τα ξερά στον κάδο και τον έκλεισε. Γύρισε τον μοχλό και ακούστηκε ο υπόκωφος ήχος της ανάμειξης. Τίναξε τις παλάμες της.

«Δεν είχα τρελαθεί ακριβώς. Έτσι το θυμάσαι;» Ο Μιχαήλ μετάνιωσε.

«Κάπως πρέπει να το πω. Κι οι δυο, κι εσύ κι ο πατέρας, ήσασταν κάπως εκτός. Ο Ερμής και η Φανή ήταν ψύχραιμοι. Παλιά ξινά σταφύλια – έτσι δεν το λες;»

Η μάνα του γύρισε την πλάτη.

«Έτσι είναι η έκφραση, εγώ πάω μέσα, κάνει ψύχρα».

Μπήκε στην κουζίνα να τακτοποιήσει. Καθώς έπλενε τη χύτρα, ο Μιχαήλ έσκυψε και τη φίλησε στο μάγουλο.

«Καλά, θα δούμε. Εγώ θα πεταχτώ στης Ουρανίας».

«Καληνύχτα, μην ξημερωθείς».

[1] Σάββας Παύλου, Φώναξε τα παιδιά, σελ. 27, «Τα επικίνδυνα υποκοριστικά», εκδόσεις Κουκκίδα, Αθήνα 2015.

[2] Διερευνητική Επιτροπή Αγνοουμένων.