Stavros Christodoulou was born in 1963 in Nicosia, Cyprus. He studied law in Athens but has never practiced the legal profession since he had already dedicated himself to journalism at the end of the 1980s. He has worked as managing director of various magazines in Greece and Cyprus and currently works for the leading Cypriot newspaper Phileleftheros as a columnist. His first book Hotel National, published by Kalentis Publications in Athens in 2016, was shortlisted for the Cyprus State Literature Prize and for a competition run by the literary magazine Hourglass. His second book, The Day the River Froze, published by Kastaniotis Editions in Athens in 2018, received the Cyprus State Literature Prize.
Agent / Rights Director
Publishing House
Translation Deals
- Albanie : Neraida
- Bulgarie : Colibri
- Macédoine du Nord : Magor Publishing
- Serbie : Srebrno drvo
Excerpt
Τη μέρα που πάγωσε ο ποταμός - Stavros Christodoulou - Language: Greek
1. Τα παιδιά του «Skála»
Βουδαπέστη, Φεβρουάριος 1985
«ΝΑ ΦΟΡΕΣΕΤΕ σκουφιά. Θα πέσουν τ’ αυτιά σας από το κρύο».
Τα λόγια της γυναίκας ήχησαν υπόκωφα. Οι λέξεις αναρριχούνταν σαν από κατακόρυφο γκρεμό κι έπειτα σωριάζονταν με έναν βαρύ γδούπο σ’ εκείνο τo δυάρι των πενήντα τετραγωνικών όπου είχε στριμώξει τη ζωή της. Καιρό τώρα δεν την ένοιαζε τι συνέβαινε έξω απ’ την πόρτα της. Πόσα χρόνια, ούτε που θυμόταν. Μπορεί πέντε, μπορεί δεκαπέντε, μπορεί κι από πάντα.
«Μήπως απ’ το αφαλοκόψιμό του;» αναρωτήθηκε ψιθυριστά. Αλλά έπνιξε τις λέξεις, σαν να ντράπηκε και που το σκέφτηκε ακόμα.
Από τότε που κατάπιε τη χούφτα με τα χάπια ο χρόνος δεν είχε πλέον καμιά συνοχή. Ο γιος της ήταν εφτά χρόνων. Αυτό, ναι, το θυμόταν. Ένας μικρός διάολος που ρούφαγε λαίμαργα τη δροσιά των νιάτων της. Επί εφτά χρόνια. Καθημερινά. Από τη στιγμή κιόλας που οι πόνοι της γέννας ξέσκισαν το κορμί της. Όταν άκουσε για πρώτη φορά το κλάμα του, ένιωσε να την παρασέρνει η άμπωτη μακριά. Κόπιασε πολύ για να πατήσει πάλι στη στεριά. Για να σταθεί στα πόδια της. Για να τον ταΐσει, να τον πλύνει, να τον ξεσκατίσει. Ώσπου να τον βάλει για ύπνο –κατάκοπη, αλλά ήσυχη επιτέλους–, για να χώσει ένα χαπάκι κάτω απ’ τη γλώσσα της. Το κράταγε λίγο εκεί, όσο ν’αντλήσει δύναμη, κι έπειτα το άφηνε να κυλήσει στον οισοφάγο της αργά και παρηγορητικά, απελευθερώνοντας κύματα θερμότητας που επούλωναν τις αθέατες πληγές της.
«Σύνελθε, αλλιώς θα φύγω», τη φοβέριζε ο άντρας της, καθώς την έβλεπε να χάνεται στα ύπουλα σκοτάδια του μυαλού της. Και την κάρφωνε μ’ εκείνο το τραχύ βλέμμα που κάποτε ξάνοιγε τα φυλλοκάρδια της. Κάποτε, όμως. Τώρα πια στεκότανε μπροστά της κι αυτή δεν τον θωρούσε. Απλώς τον υπέμενε. Στωικά. Όμοια και τ’ αγγίγματά του. «Λόγια! Μόνο για ψόφια λόγια είσαι ικανός, σαν τα σαπιοκρέατα που πουλάς στην αγορά, καημένε», του αντιγύριζε περιφρονητικά.
Η αλήθεια είναι πως ποτέ δεν πίστεψε ότι θα τους εγκατέλειπε. Δεν τον είχε ικανό για κάτι τέτοιο. Αλλά νά που δεν τον ήξερε, τελικά, τόσο καλά όσο νόμιζε. 18 Ιουνίου του 1967, Κυριακή πρωί, την επομένη των γενεθλίων του παιδιού, έφυγε. Η ανάμνηση εκείνης της μέρας σώζεται ολοζώντανη μέσα της, κι ας φύτρωσε σε στέρφα, από κάθε συναίσθημα, γη. Είχε έναν ελαφρύ πονοκέφαλο όταν ξύπνησε. Έσυρε τα πόδια της μέχρι την κουζίνα, έφτιαξε καφέ και πρόσθεσε μια γεμάτη κουταλιά αφρόγαλα για να τον γλυκάνει. Ήπιε μια γουλιά και χαμογέλασε βλέποντας το είδωλό της στον μικρό καθρέφτη πάνω από τον πάγκο της κουζίνας. Μια λεπτή λευκή γραμμή σκέπαζε το πάνω χείλος της.
«Αστεία που είσαι...» της είπε εκείνος.
Δεν είχε αντιληφθεί την παρουσία του. Πόση ώρα στεκόταν πίσω της άραγε; Η φωνή του ήχησε αχνά, με ανεπαίσθητη τρυφερότητα, προκαλώντας της μια ελαφριά ανατριχίλα.
«Φεύγω», της είπε στεγνά. Και της το επανέλαβε, για να βεβαιωθεί πως τον άκουσε.
Δεν πρόλαβε ν’ αντιδράσει. Τον έβλεπε να σηκώνει τη βαλίτσα του και ν‘αγγίζει το χερούλι της πόρτας με μια βραδύτητα σαν να κινούνταν σε κενό αέρος. Όταν η πόρτα έκλεισε πίσω του, ένιωσε τα άκρα της να παραλύουν. Κατάφερε μόνο να πεταρίσει τα μάτια της. «Έφυγε...» σκέφτηκε. Με μια λέξη. Τελεσίδικη, καταπώς φαινόταν. Κοιτούσε τον άδειο διάδρομο αποσβολωμένη. Μετά, κατάφερε να σύρει τα πόδια της ως το καθιστικό. Το παιδί κοιμόταν ήσυχα στο ράντζο. Πέρασε ξυστάαπό δίπλα του ακροπατώντας. Πήρε τη γυάλινη καράφα και πρόσθεσε δυο δάχτυλα κονιάκ στο φλιτζάνι της. Το αλκοόλ, αναμειγμένο με καφέ και γάλα, της ανακάτεψε το στομάχι. Αλλά συνέχισε να πίνει. Σε στάση προσοχής. «Να μην ξυπνήσει ο μικρός διάολος...» σκεφτόταν.
Τι να του εξηγήσει; Από πού να πιαστεί για να μην πέσουν, μάνα και γιος, στο χαντάκι που άνοιξε το απρόσμενο φευγιό του; Έπινε για να μη σκέφτεται. Και να μην πονάει. Κυρίως αυτό. Το αλκοόλ την αναβάπτιζε σε θερμά ιαματικά νερά γαληνεύοντάς την. Έκλεινε τα μάτια κι ανακαλούσε την ευφρόσυνη εικόνα της εφηβείας της, όταν, για μια και μοναδική φορά, ευτύχησε να βουτήξει στα αστραφτερά λουτρά του Γκέλιρτ. Έπινε και βουτούσε όλο και πιο βαθιά, μέχρι ν’αγγίξουν οι παλάμες της τον μαρμάρινο πυθμένα. Εκεί όπου κανένας και τίποτα δεν μπορούσε να την πληγώσει.
Πόσος καιρός πέρασε από τότε; Η μνήμη της δεν την βοηθούσε να υπολογίσει. Αλλά δεν την έκοφτε κιόλας. Της αρκούσε που το ασθενικό σκαρί της άντεχε ακόμα, ώστε να βλέπει τον γιο της να μεγαλώνει. Ν’ ανδρώνεται. Να μοιάζει στον πατέρα του. Κι ας την φοβόταν ενδόμυχα τούτη την ομοιότητα.
Ακούμπησε την κούπα στα χείλη της και κατάπιε δυο γουλιές για να διώξει τις δυσοίωνες σκέψεις. Έπειτα άπλωσε τα χέρια της προς το καλοριφέρ. Η θέρμη του την κάλμαρε τόσο, που θα μπορούσε να μείνει ακούνητη εκεί όλη μέρα.
Ο γιος της γύρισε και της έριξε μια τελευταία ματιά προτού ανοίξει την εξώπορτα. Έτσι ζαρωμένη όπως ήταν, έμοιαζε να τα έχει τελείως χαμένα. «Στοίχημα πως είναι πάλι πιωμένη», σκέφτηκε, αλλά δεν της είπε τίποτα. Έπρεπε να βιαστεί.
«Να φορέσετε σκουφιά...» άκουσε ξανά την αδύναμη φωνή της από το μέσα δωμάτιο.
«Δεν υπάρχει άλλος, ρε μάνα», δυσφόρησε εκείνος, αλλά, προτού ακόμα τελειώσει τη φράση του, το μετάνιωσε. Κάθε φορά που του μιλούσε σαν να ’ταν κι άλλος στο σπίτι φούντωνε. Και κάθε φορά κάκιζε τον εαυτό του γι’ αυτό.
«Ναι, δεν υπάρχει...» του απάντησε αφηρημένα. Κι έσκυψε το κεφάλι, ακουμπώντας το σχεδόν στο στήθος της.
Ίσως να έφταιγε η λεκιασμένη ρόμπα της, το θολό της βλέμμα ή το ξεθωριασμένο κίτρινο χρώμα των μαλλιών της. Μπορεί όμως να ήταν απλώς γιατί στα δικά του μάτια φάνταζε γριά. Το βέβαιο ήταν πως η εικόνα αυτής της παραιτημένης γυναίκας τού προκαλούσε ναυτία. «Πόσων χρόνων να είναι τώρα;» αναρωτήθηκε. Όταν τον γέννησε, δεν είχε κλείσει ακόμα τα δεκαεφτά. Ένα παιδί που γέννησε παιδί... «Δεν μετανιώνω που με γκάστρωσε, αλλά που σε κράτησα», του είχε πει κάποτε μέσα στο μεθύσι της. Τι κι αν έκλαιγε μετά και του ζήταγε συγγνώμη; Το ποτό την τράβαγε με ορμή στον πάτο.
***
Εκείνο το πρωινό, στις 12 Φεβρουαρίου 1985, το κρύο στη Βουδαπέστη περόνιαζε τα κόκαλα και ο δυνατός αέρας πέτρωνε τα πρόσωπα. Η γειτονιά τέτοια ώρα έμοιαζε έρημη και τα παράθυρα στις πολυκατοικίες, πίσω από τον σιδηροδρομικό σταθμό Κέλετι, ήσαν ερμητικά κλειστά.
«Να δεις που είχε δίκιο η μάνα μου για τον σκούφο...» μουρμούρισε και τάχυνε τα βήμα του για να φτάσει το γρηγορότερο στο Μετρό. Η φοβισμένη φωνή της Άντρεα, λίγο πριν στο τηλέφωνο, του τριβέλιζε το μυαλό, σπρώχνοντας με δύναμη τα βήματά του στη νοτισμένη άσφαλτο. «Ένας πόνος, σαν σουβλιά, με πεθαίνει», την άκουσε να ψιθυρίζει στην άλλη άκρη της γραμμής. «Ο Λάζλο;» ήταν το μόνο που κατάφερε να πει μέσα στη σαστισμάρα του. «Αν ήταν εδώ ο αδερφός μου νομίζεις θα σ’ έπαιρνα;» ξέσπασε εκείνη. «Πονάω, σου λέω. Βιάσου!»
Μπήκε ασθμαίνοντας στον σταθμό, έδειξε την κάρτα του στον νυσταγμένο υπάλληλο και χώθηκε σ’ ένα από τα βαγόνια της κόκκινης γραμμής. Στην Ντέακ Φέρεντς άλλαξε βιαστικά τρένο και στριμώχτηκε ανάμεσα σ’ έναν τύπο που τα χνότα του μύριζαν μπίρα και μια μεσόκοπη γυναίκα που διάβαζε τη Népszabadság. Έκανε συχνά αυτήν τη διαδρομή τον τελευταίο χρόνο, αλλά τούτη τη φορά τού φάνηκε ατελείωτη. Όταν άνοιξαν οι πόρτες στην όγδοη στάση, ανέβηκε τρέχοντας τις σκάλες και βγήκε επιτέλους στην οδό Πούτιους.
Η κίνηση στον δρόμο ήτανε λιγοστή. Δυο εργάτες καθάριζαν νωχελικά το πεζοδρόμιο και μια γριά, τυλιγμένη μ’ ένα βαρύ μάλλινο σάλι, πούλαγε ματσάκια με λουλούδια. Τα είχε στριμώξει σ’ έναν βρόμικο πλαστικό κουβά που ακουμπούσε ανάμεσα στις χοντρές γαλότσες της. Πήγε να την προσπεράσει, αλλά ένα χέρι τον τράβηξε απότομα και, προτού προλάβει να καταλάβει τι συνέβαινε, είδε τη γυναίκα να του φράζει τον δρόμο.
«Πάρ’ της φρέσκα λουλούδια. Θα της αρέσουν...» του είπε παρακλητικά, ενώ του έσφιγγε το μπράτσο με δύναμη.
«Παράτα με!» αντέδρασε εκείνος. Κάτι στα μάτια της τον αλάφιαζε.
«Φιορίνια! Δώσε μου λίγα φιορίνια κι εγώ θα σ’ τα πω όλα».
«Παράτα με, τρελόγρια, σου λέω».
«Κακός σπόρος, κακά μαντάτα» ακούστηκε σαν κρώξιμο η φωνή της πίσω του, όμως οι λέξεις σκόρπισαν από τη δύναμη του ανέμου.
Άνοιξε το βήμα του και απομακρύνθηκε σχεδόν τρέχοντας. Πέρασε μπροστά από μια βεραμάν πολυκατοικία–βεραμάν, αυτήν την αλλόκοτη λέξη χρησιμοποιούσε η Άντρεα–και στο επόμενο μπλοκ, με το ζωηρό κεραμιδί χρώμα, χτύπησε το κουδούνι των Κόβατς. Έσπρωξε τη σιδερένια πόρτα κι ανέβηκε δυο δυο τα σκαλιά μέχρι τον δεύτερο όροφο.
Εκείνη τον περίμενε στην είσοδο, κρατώντας την τεράστια κοιλιά της με κόπο. Αν και δεν είχαν μεσολαβήσει ούτε τρεις μέρες από την τελευταία φορά που συναντήθηκαν, ξαφνιάστηκε από το πόσο όμορφη έδειχνε μέσα στο γαλάζιο της φουστάνι. Έμοιαζε με φουσκωμένο γυαλιστερό μπαλόνι που πάνω του ισορροπούσε ένα πανέμορφο μουτράκι από πορσελάνη.
«Μη με κοιτάς σαν χαζός!» τον αποπήρε και σωριάστηκε στην πολυθρόνα, ανήμπορη να σταθεί άλλο στα πόδια της.
Excerpt - Translation
Translated from Greek by Susan Papas
1. The kids from “Skala”
Budapest, February 1985
“PUT your hats on. The cold will make your ears drop off.”
The woman’s words had a hollow sound. They rose steeply as if from the foot of a cliff and then collapsed with a dull thud in that two-roomed apartment of fifty square metres into which she had squeezed her life. For a long time now, she had not cared what happened outside her door. For how many years, she could not remember. Perhaps five, perhaps fifteen, perhaps for ever.
“Perhaps from when his umbilical cord was cut?” she wondered in a whisper. But she stifled the words, as if ashamed of even thinking them.
Since the day when she had swallowed the fistful of pills, time no longer had the slightest consistency. Her son had been seven years old. Yes, that she remembered. A little devil who had greedily sucked up all the freshness of her youth. For seven years. Daily. From the moment, in fact, when the labour pains had ripped through her body. When she heard his crying for the first time, she had felt the tide going out, dragging her with it, far away. She had made a great effort to stand once more on dry land. To find her feet. To feed him, wash him, clean up his shit. Until she could put him to bed, feeling exhausted but alone at last, then slip a tablet under her tongue. She would hold it there a while, drawing strength from it, and then let it slide down her oesophagus slowly and comfortingly, releasing waves of warmth to heal her invisible wounds.
“Pull yourself together, or I’ll leave,” her husband threatened, when he saw her receding into the treacherous darkness of her mind. And he would star at her with that harsh look which once had melted her heart. That was then. Now he stood before her and she didn’t even look at him. She simply endured him. Stoically. The same as when he touched her. “Words! That’s all you’re good for, words as dead as the rotten meat you sell in the market, poor sap,” she returned scornfully.
The truth is she had never believed he would desert them. She didn’t think he had it in him. But as it turned out, she didn’t know him as well as she thought she did. On 18 June 1967, Sunday morning, the day after the boy’s birthday, he left. The memory of that day, although rooted in earth that was barren of every emotion, lived vividly inside her. She had had a slight headache on waking. She had dragged herself to the kitchen, made coffee and floated a spoonful of cream on top, to sweeten it. She took a sip and then smiled, seeing her reflection in the small mirror above the kitchen worktop. A fine white line covered her top lip.
“You look funny...” he said.
She had not realised he was there. How long had he been standing behind her? His voice was soft, with a hint of tenderness, provoking in her a slight shiver.
“I’m leaving,” he said matter-of-factly, and repeated it, to make sure she had heard him.
She had no time to react. She watched him pick up his suit-case and touch the handle of the door slowly, as though moving through a vacuum. When the door closed behind him, her limbs felt paralysed. She could only blink her eyes. “He’s gone...” she thought. Just like that. Final, so it seemed. She looked at the empty passageway in bewilderment. Afterwards, she had managed to drag herself to the sitting room. The child was sleeping peace-fully in the camp bed.
She squeezed past it on tiptoe. Then picked up the glass decanter and added two fingers of cognac to her cup. The alcohol, mixed with coffee and cream, upset her stomach. But she went on drinking. Staying alert. Thinking, “Don’t let the little devil wake up...”
What would she tell him? What would she lean on, so that they did not fall, mother and son, into the gulf which his unexpected departure had opened up? She drank so as not to think. And not to feel pain. Mainly that. The alcohol rebaptized her in warm spa waters, soothing her. She closed her eyes and summoned the joyful picture from her adolescence, when, for once only, she had had the opportunity to dive into the glittering waters of the Gellért spa. She drank and she dived all the more deeply, until the palms of her hands could touch the marble bottom. Down there, no one and nothing could hurt her.
How much time had passed since then? Her memory did not help her to calculate it. Not that she cared. It was enough that her feeble frame still held out, enough to see her son grow up. To be-come a man. To resemble his father. Though deep down this resemblance terrified her.
She had put the cup to her lips and taken two swallows, to chase away the ominous thoughts. Then she had stretched out her hands towards the radiator. The warmth of it calmed her, she could have remained there unmoving all day long.
Her son turned and gave her a final glance before opening the front door. Crumpled as she was, she looked completely befuddled. “I bet she’s drunk again,” he thought, but said nothing. He had to hurry.
“Wear your hats...” again he heard her weak voice from the inner room.
“There’s no one else here, mother,” he said resentfully, but even before he had finished the phrase he regretted it. Each time she spoke to him as though someone else was in the house, he flared up. And each time rebuked himself for it.
“Yes, there’s no one...” she answered vaguely, and bent her head until it almost touched her chest.
Perhaps it was her stained dressing gown, her blurred gaze, or the faded yellow of her hair. Or perhaps it was simply that to his eyes she looked old. What was certain was that this picture of the long-suffering woman made him feel sick. “How old must she be now?” he wondered. When she gave birth to him, she was only seventeen. A child giving birth to a child... “I don’t regret that he got me pregnant, but that I kept you,” she had said to him once, when she was drunk. What difference did it make that she had cried afterwards and asked his forgiveness? Drink dragged her inexorably to the bottom.
***
That morning, 12 February 1985, the cold in Budapest pierced to the bone and the strong wind froze his face. At that hour the neighborhood looked deserted and the windows of the apartment buildings, behind the Keleti railway station, were tightly shut.
“See, she was right about the hat...” he murmured and quickened his pace towards the Metro. Andrea’s scared voice, a little while before on the telephone, beat in his brain, accelerating his steps across the damp asphalt. “A pain, a piercing pain, it’s killing me,” he heard her whisper on the other end of the line. “László?’ was all he managed to say in his confusion. “If my brother was here do you think I would have called you?” she burst out. “It hurts, I tell you. Hurry!”
Breathless, he entered the station, showed his card to the drowsy employee and buried himself in one of the Red Line carriages. At Deák Ferenc he hurriedly changed trains and squeezed in beside a guy whose breath smelled of beer and a middle-aged woman who was reading the Nepszabadsag. He had made this journey often in the last year, but this time it seemed to him unending.
When the doors opened at the eighth stop, he ran up the stairs and came out at last in Pöttyös street.
There was little movement on the road. Two workmen were languidly cleaning the pavement and an old woman, wrapped in a heavy woollen shawl, was selling bunches of flowers. She had squeezed them into a filthy plastic bucket which rested between her thick rubber boots. He was about to pass her, when a hand tugged at him suddenly and, before he had time to realise what was happening, he saw the woman blocking his way.
“Take her some fresh flowers. She’ll like them...” she begged, at the same time gripping his arm tightly.
“Let go!” he reacted. Something in her eyes repelled him. “Forints! Give me a few forints and I’ll tell you everything.” “Let go of me I tell you, crazy old woman.”
“Bad seed, bad tidings,” her voice screeched behind him, but the words were scattered by the strong wind.
He quickened his step and moved away almost at a run. He passed in front of a veraman apartment block - veraman, that strange word Andrea used - and at the next block, with its bright terra-cotta color, he rang the Kovács’ bell. He pushed open the met-al door and took the stairs two at a time to the second floor.
She was waiting for him at the entrance, clutching her enormous belly. Although it was only three days since the last time they had met, he was startled by how beautiful she was in her blue dress. She resembled a big shiny balloon with a lovely little face made of porcelain balanced on top of it.
“Don’t stand there looking at me like an idiot!” she snapped, and crumpled into an armchair, unable to remain on her feet a moment longer.